Η ταινία του σκηνοθέτη Κώστα Χαραλάμπους μας "ταξιδεύει" πίσω στη δεκαετία του '80 και συγκεκριμένα στη ζωή στην επαρχία τότε.
Όλα ξεκινάνε με δύο δεκαεξάχρονους παιδικούς φίλους, τον Αλέξη και το Γιώργο, οι οποίοι αρέσκονται στο βραδινό μπανιστήρι έξω από τις τουαλέτες ωραίων κυριών.
Κάποια στιγμή φτάνει στο χωριό η Αντιγόνη (μαζί με τον αδερφό της, τον πατέρα της -έναν αυστηρό αστυνομικό- και τη μητέρα της), 16 χρονών επίσης, η οποία έμελλε να είναι ο πρώτος έρωτας του Αλέξη, ο οποίος τότε περίπου θα σταματήσει αυτές τις... κακές συνήθειες, προσωρινά.
Η Αντιγόνη είναι μια κοπέλα από την Αθήνα, πιο απελευθερωμένη από τα υπόλοιπα παιδιά στο χωριό. Η δυναμική προσωπικότητα και η ομορφιά της είναι τα χαρακτηριστικά που έκαναν τον Αλέξη να την ερωτευτεί και να γίνει στο τέλος το αγόρι της, με έναν περίεργο και άσχημο τρόπο.
Ένας καυγάς ανάμεσα στον "τραμπούκο του σχολείου" και σε ένα ακόμη θύμα του (καυγάς που προσπάθησε να αποτρέψει ο Αλέξης) ήταν μόνο η αρχή του τέλους των επαφών των δύο εφήβων.
Ο Αλέξης, στην προσπάθειά του να σταματήσει έναν ξυλοδαρμό συμμαθητή του από τον Τζίμη, τον τραμπούκο του σχολείου, μπαίνει στη μέση και καταλήγει να παίζει ο ίδιος ξύλο με αυτόν. Ο αδερφός της Αντιγόνης, η οποία εν τω μεταξύ έχει δεχτεί απειλές και προσβολές από τον τραμπούκο, έρχεται και μπαίνει ανάμεσά τους, προκαλεί τον Τζίμη και βγάζει σουγιά, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να κινδυνεύσει να χάσει το μάτι του.
Όταν μαθαίνεται το γεγονός, ο αστυνομικός πατέρας της Αντιγόνης περνάει χειροπέδες στον ίδιο του το γιο, και αφού αυτός αφήνεται ελεύθερος, ο πατέρας, ντροπιασμένος, παίρνει την οικογένειά του και φεύγει από το χωριό και μοιραία, ο Αλέξης και η Αντιγόνη χωρίζονται.
Αφού κυνηγήσει, για όση ώρα το κατάφερε, το αμάξι που μεταφέρει τον πρώτο του έρωτα "κάπου μακριά", ο Αλέξης παραιτείται από την προσπάθεια και στη συνέχεια εξαφανίζεται και απομονώνεται μέσα στο δάσος (σαν ένας άλλος... Ταρζάν, ο οποίος ήταν ο αγαπημένος του παιδικός ήρωας), μέχρι να τον βρει ο πατέρας του το επόμενο πρωί.
Έχει προηγηθεί η συνάντησή του (στη φαντασία του μόνο) με την αγαπημένη του γιαγιά, η οποία είχε πεθάνει λίγες μέρες πριν και του λέει πως "όλα θα πάνε καλά".
Η ταινία περιέχει ωραίο σενάριο και σκηνοθεσία η οποία απέσπασε βραβείο, ενώ ξεχωρίζει για τις έντονες, γεμάτες συναισθήματα σκηνές, ιδιαίτερα προς το τέλος. Επίσης, πολύ καλές οι ερμηνείες τόσο από τα τρία παιδιά (Γιώργος Γεροντιδάκης Σεμπεταδέλης στο ρόλο του Αλέξη, Γιώργος Λαζαρίδης στο ρόλο του Γιώργου και Μαρκέλλα Παππά στο ρόλο της Αντιγόνης), ενώ ακόμα καλύτερες αυτές του πατέρα του Αλέξη (Αντώνης Λουδάρος), της μητέρας του Αλέξη (Κωνσταντίνα Μιχαηλίδου) και της γιαγιάς του(Μπέτυ Βαλάση).
Η ταινία αποτελεί παράδειγμα της ελληνικής κοινωνίας της επαρχίας στη δεκαετία του '80 και μας διδάσκει για τους ισχυρούς δεμσούς που θα έπρεπε να υπάρχουν μεταξύ της οικογένειας (πατέρας-γιος, μητέρα-γιος, γιαγιά-εγγονός), για την τιμιότητα και την ανιδιοτέλεια στις φιλικές σχέσεις (Αλέξης-Γιώργος) αλλά και για την αθωότητα που θα έπρεπε να χαρακτηρίζει τις ερωτικές σχέσεις σε αυτές τις ηλικίες (Αλέξης-Αντιγόνη).
Λίγο πριν το τέλος της ταινίας, ο μικρός Αλέξης υπόσχεται, με δάκρυα στα μάτια, στον πατέρα του (Αντώνη Λουδάρο), στη σκηνή που εγώ θεωρώ κορυφαία όλων (φωτό), ότι στο τέλος θα βρει και θα παντρευτεί την Αντιγόνη.
Το τέλος δεν το ξέρουμε, ή μάλλον το ξέρουμε, αλλά είναι διαφορετικό για τον κάθε ένα από εμάς...



Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου